προστερνίδιον

προστερνίδιον
προστερν-ίδιον [ῐδ], τό,
A covering or ornament for the breast of horses, X.Eq.12.8, An.1.8.7, Cyr.6.4.1.
II padding for the chest, Luc.Salt.27.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προστερνιδίοις — προστερνίδιον covering neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστερνιδίῳ — προστερνίδιον covering neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστερνίδια — προστερνίδιον covering neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστερνίδιο — το / προστερνίδιον, ΝΑ [πρόστερνος] 1. (στην αρχαιότητα) ψεύτικο στήθος το οποίο προσάρμοζαν οι ηθοποιοί στον θώρακά τους για να φαίνονται παχύτεροι 2. κάλυμμα ή κόσμημα στο στέρνο τού αλόγου νεοελλ. δερμάτινος ιμάντας που προσαρμόζεται στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”